ολόγδυμνος
Смотреть что такое "ολόγδυμνος" в других словарях:
ολόγδυμνος — η, ο βλ. ολόγυμνος … Dictionary of Greek
ολόγυμνος — και ολόγδυμνος, η, ο (ΑΜ ὁλόγυμνος, ον) εντελώς γυμνός, κατάγυμνος … Dictionary of Greek
ολόγδυμνος — η, ο βλ. ολόγυμνος … Dictionary of Greek
ολόγυμνος — και ολόγδυμνος, η, ο (ΑΜ ὁλόγυμνος, ον) εντελώς γυμνός, κατάγυμνος … Dictionary of Greek